Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consentìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konsenˈtire]

1 κάνω κάτι κατορθωτό
2 συμφωνώ
3 κάνω δυνατό
4 καθιστώ ικανό
5 συναινώ
6 συγκατατίθεμαι
7 στέργω
8 συγκατανεύω

consentìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konsenˈtire]

1 χορηγώ
2 δίνω
3 επιτρέπω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consentimento consenziente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consensuale (επίθ.)
consentaneamente (επίρ.)
consentaneità (θηλ.ουσ)
consentaneo (επίθ.)
consentimento (ουσ αρσ )
consentire (ρ.αμτβ.)
consentire (ρ. μτβ.)
consenziente (επίθ.)
consequenziale (επίθ.)
conserto (ουσ αρσ )
conserto (επίθ.)
conserva (θηλ.ουσ)
conservabile (επίθ.)
conservante (ουσ αρσ )
conservante (επίθ.)
conservare (ρ. μτβ.)
conservarsi (ρ. μ. αμτβ.)
conservativo (αρσ. επίθ και ουσ)
conservato (επίθ.)
conservatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---