Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consentiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konsentiˈmento]

1 στέρξιμο
2 συναίνεση
3 συγκατάθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consentaneo consentire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consenso (ουσ αρσ )
consensuale (επίθ.)
consentaneamente (επίρ.)
consentaneità (θηλ.ουσ)
consentaneo (επίθ.)
consentimento (ουσ αρσ )
consentire (ρ.αμτβ.)
consentire (ρ. μτβ.)
consenziente (επίθ.)
consequenziale (επίθ.)
conserto (ουσ αρσ )
conserto (επίθ.)
conserva (θηλ.ουσ)
conservabile (επίθ.)
conservante (ουσ αρσ )
conservante (επίθ.)
conservare (ρ. μτβ.)
conservarsi (ρ. μ. αμτβ.)
conservativo (αρσ. επίθ και ουσ)
conservato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---