ItalianoGreco


consèrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈsɛrto]

1 κοντσέρτο
2 κονσέρτο
3 συναυλία

consèrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konˈsɛrto]

1 πλεχτός
2 πλεγμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---