Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconservière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konserˈvjɛre] 1 γανωματής 2 λαμαρινάς 3 εργάτης κονσεβοποιίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |