Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conservière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konserˈvjɛre]

1 γανωματής
2 λαμαρινάς
3 εργάτης κονσεβοποιίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conservazione conserviero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conservato (επίθ.)
conservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conservatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
conservatorismo (ουσ αρσ )
conservazione (θηλ.ουσ)
conserviere (ουσ αρσ )
conserviero (επίθ.)
conservificio (ουσ αρσ )
consesso (ουσ αρσ )
considerabile (επίθ.)
considerare (ρ. μτβ.)
considerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consideratamente (επίρ.)
consideratezza (θηλ.ουσ)
considerato (επίθ.)
considerazione (θηλ.ουσ)
considerevole (επίθ.)
consigliabile (επίθ.)
consigliare (ρ. μτβ.)
consigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---