Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conservièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konserˈvjɛro]

ο της κονσερβοποιίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conserviere conservificio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conservatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
conservatorismo (ουσ αρσ )
conservazione (θηλ.ουσ)
conserviere (ουσ αρσ )
conserviero (επίθ.)
conservificio (ουσ αρσ )
consesso (ουσ αρσ )
considerabile (επίθ.)
considerare (ρ. μτβ.)
considerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consideratamente (επίρ.)
consideratezza (θηλ.ουσ)
considerato (επίθ.)
considerazione (θηλ.ουσ)
considerevole (επίθ.)
consigliabile (επίθ.)
consigliare (ρ. μτβ.)
consigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consigliere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---