Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


considerazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konsideratˈtsjone]

1 η παρατήρηση
2 (stima) η εκτίμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  considerato considerevole  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


prendere in considerazione = λαμβάνω υπόψη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

considerare (ρ. μτβ.)
considerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consideratamente (επίρ.)
consideratezza (θηλ.ουσ)
considerato (επίθ.)
considerazione (θηλ.ουσ)
considerevole (επίθ.)
consigliabile (επίθ.)
consigliare (ρ. μτβ.)
consigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consigliere (ουσ αρσ )
consiglio (ουσ αρσ )
consiliare (επίθ.)
consimile (επίθ.)
consistente (επίθ.)
consistenza (θηλ.ουσ)
consistere (ρ.αμτβ.)
consociabile (επίθ.)
consociare (ρ. μτβ.)
consociarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---