Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consistènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konsisˈtɛnte]

1 εμπεριστατωμένος
2 βάσιμος
3 έγκυρος
4 θεμελιωμένος
5 σωστός
6 παχύρρευστος
7 στέρεος
8 σοβαρός
9 σταθερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consimile consistenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consigliere (ουσ αρσ )
consiglio (ουσ αρσ )
consiliare (επίθ.)
consimile (επίθ.)
consistente (επίθ.)
consistenza (θηλ.ουσ)
consistere (ρ.αμτβ.)
consociabile (επίθ.)
consociare (ρ. μτβ.)
consociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consociata (θηλ.ουσ)
consociato (επίθ.)
consociazione (θηλ.ουσ)
consocio (ουσ αρσ )
consolabile (επίθ.)
consolante (επίθ.)
consolare (αρσ. επίθ και ουσ)
consolare (ρ. μτβ.)
consolarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---