Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consociàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konsoˈʧare]

1 συμπράττω
2 συνεργώ
3 συνεργάζομαι
4 συνεταιρίζομαι

consociàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konsoˈʧarsi]

1 συνεργάζομαι
2 συνεταιρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consociabile consociata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consimile (επίθ.)
consistente (επίθ.)
consistenza (θηλ.ουσ)
consistere (ρ.αμτβ.)
consociabile (επίθ.)
consociare (ρ. μτβ.)
consociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consociata (θηλ.ουσ)
consociato (επίθ.)
consociazione (θηλ.ουσ)
consocio (ουσ αρσ )
consolabile (επίθ.)
consolante (επίθ.)
consolare (αρσ. επίθ και ουσ)
consolare (ρ. μτβ.)
consolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consolato (ουσ αρσ )
consolatore (ουσ αρσ )
consolatore (επίθ.)
consolatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---