Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconsociàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [konsoˈʧare] 1 συμπράττω 2 συνεργώ 3 συνεργάζομαι 4 συνεταιρίζομαι consociàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [konsoˈʧarsi] 1 συνεργάζομαι 2 συνεταιρίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |