Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consòcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈsɔʧo]

1 συνεργάτης
2 συνέταιρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consociazione consolabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consociare (ρ. μτβ.)
consociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consociata (θηλ.ουσ)
consociato (επίθ.)
consociazione (θηλ.ουσ)
consocio (ουσ αρσ )
consolabile (επίθ.)
consolante (επίθ.)
consolare (αρσ. επίθ και ουσ)
consolare (ρ. μτβ.)
consolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consolato (ουσ αρσ )
consolatore (ουσ αρσ )
consolatore (επίθ.)
consolatorio (επίθ.)
consolazione (θηλ.ουσ)
console (ουσ αρσ )
console (θηλ.ουσ)
consolida (θηλ.ουσ)
consolidamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---