Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cònsole  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔnsole]

ο πρόξενος

console  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konˈsɔl]

1 κονσόλα μουσικού οργάνου
2 κονσόλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consolazione consolida  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consolato (ουσ αρσ )
consolatore (ουσ αρσ )
consolatore (επίθ.)
consolatorio (επίθ.)
consolazione (θηλ.ουσ)
console (ουσ αρσ )
console (θηλ.ουσ)
consolida (θηλ.ουσ)
consolidamento (ουσ αρσ )
consolidare (ρ. μτβ.)
consolidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consolidato (ουσ αρσ )
consolidato (επίθ.)
consolidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
consolidazione (θηλ.ουσ)
consolista (ουσ αρσ και θηλ.)
consolle (θηλ.ουσ)
consommé (ουσ αρσ )
consonante (θηλ.ουσ)
consonantico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---