Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consolidàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konsoliˈdato]

πάγια στοιχεία ενεργητικού

consolidàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konsoliˈdato]

Παγιωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consolidarsi consolidatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

console (θηλ.ουσ)
consolida (θηλ.ουσ)
consolidamento (ουσ αρσ )
consolidare (ρ. μτβ.)
consolidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consolidato (ουσ αρσ )
consolidato (επίθ.)
consolidatore (αρσ. επίθ και ουσ)
consolidazione (θηλ.ουσ)
consolista (ουσ αρσ και θηλ.)
consolle (θηλ.ουσ)
consommé (ουσ αρσ )
consonante (θηλ.ουσ)
consonantico (επίθ.)
consonanza (θηλ.ουσ)
consonare (ρ.αμτβ.)
consono (επίθ.)
consorella (θηλ. επίθ και ουσ)
consorte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consorteria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---