Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cònsono  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔnsono]

1 συνεπής
2 σύμφωνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consonare consorella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consommé (ουσ αρσ )
consonante (θηλ.ουσ)
consonantico (επίθ.)
consonanza (θηλ.ουσ)
consonare (ρ.αμτβ.)
consono (επίθ.)
consorella (θηλ. επίθ και ουσ)
consorte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consorteria (θηλ.ουσ)
consortile (αρσ. επίθ και ουσ)
consorziale (επίθ.)
consorziare (ρ. μτβ.)
consorziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consorzio (ουσ αρσ )
constare (ρ.αμτβ.)
constatare (ρ. μτβ.)
constatazione (θηλ.ουσ)
consueto (αρσ. επίθ και ουσ)
consuetudinario (επίθ.)
consuetudine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---