Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consuetudinàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konsuetudiˈnarjo]

1 πιστός ακόλουθος της συνήθειας
2 συνηθισμένος
3 εθιμικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consueto consuetudine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consorzio (ουσ αρσ )
constare (ρ.αμτβ.)
constatare (ρ. μτβ.)
constatazione (θηλ.ουσ)
consueto (αρσ. επίθ και ουσ)
consuetudinario (επίθ.)
consuetudine (θηλ.ουσ)
consulente (ουσ αρσ και θηλ.)
consulente (επίθ.)
consulenza (θηλ.ουσ)
consulta (θηλ.ουσ)
consultabile (επίθ.)
consultare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
consultarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consultatore (ουσ αρσ )
consultazione (θηλ.ουσ)
consultivo (επίθ.)
consulto (ουσ αρσ )
consultore (ουσ αρσ )
consultorio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---