Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


constàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konsˈtare]

1 φαίνομαι
2 συνίσταμαι
3 αποτελούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consorzio constatare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consortile (αρσ. επίθ και ουσ)
consorziale (επίθ.)
consorziare (ρ. μτβ.)
consorziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consorzio (ουσ αρσ )
constare (ρ.αμτβ.)
constatare (ρ. μτβ.)
constatazione (θηλ.ουσ)
consueto (αρσ. επίθ και ουσ)
consuetudinario (επίθ.)
consuetudine (θηλ.ουσ)
consulente (ουσ αρσ και θηλ.)
consulente (επίθ.)
consulenza (θηλ.ουσ)
consulta (θηλ.ουσ)
consultabile (επίθ.)
consultare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
consultarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consultatore (ουσ αρσ )
consultazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---