Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconsorziàle
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [konsorˈtsjale] 1 συνδικαλιστικός 2 σωματειακός 3 ο της ομοσπονδίας (αθλητικής) 4 συνεταιριστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |