Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consorziàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konsorˈtsjale]

1 συνδικαλιστικός
2 σωματειακός
3 ο της ομοσπονδίας (αθλητικής)
4 συνεταιριστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consortile consorziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consono (επίθ.)
consorella (θηλ. επίθ και ουσ)
consorte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consorteria (θηλ.ουσ)
consortile (αρσ. επίθ και ουσ)
consorziale (επίθ.)
consorziare (ρ. μτβ.)
consorziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consorzio (ουσ αρσ )
constare (ρ.αμτβ.)
constatare (ρ. μτβ.)
constatazione (θηλ.ουσ)
consueto (αρσ. επίθ και ουσ)
consuetudinario (επίθ.)
consuetudine (θηλ.ουσ)
consulente (ουσ αρσ και θηλ.)
consulente (επίθ.)
consulenza (θηλ.ουσ)
consulta (θηλ.ουσ)
consultabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---