Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconsorterìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konsorteˈria] 1 ομάδα για κοινή δράση 2 κλίκα 3 φατρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |