Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consorterìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konsorteˈria]

1 ομάδα για κοινή δράση
2 κλίκα
3 φατρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consorte consortile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consonanza (θηλ.ουσ)
consonare (ρ.αμτβ.)
consono (επίθ.)
consorella (θηλ. επίθ και ουσ)
consorte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consorteria (θηλ.ουσ)
consortile (αρσ. επίθ και ουσ)
consorziale (επίθ.)
consorziare (ρ. μτβ.)
consorziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consorzio (ουσ αρσ )
constare (ρ.αμτβ.)
constatare (ρ. μτβ.)
constatazione (θηλ.ουσ)
consueto (αρσ. επίθ και ουσ)
consuetudinario (επίθ.)
consuetudine (θηλ.ουσ)
consulente (ουσ αρσ και θηλ.)
consulente (επίθ.)
consulenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---