Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


constatazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konstatatˈtsjone]

1 παραδοχή
2 αναγνώριση
3 σύσταση
4 ιδιοσυγκρασία
5 παρατήρηση
6 εξακρίβωση
7 διαπίστωση
8 δήλωση
9 επιβεβαίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  constatare consueto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consorziare (ρ. μτβ.)
consorziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consorzio (ουσ αρσ )
constare (ρ.αμτβ.)
constatare (ρ. μτβ.)
constatazione (θηλ.ουσ)
consueto (αρσ. επίθ και ουσ)
consuetudinario (επίθ.)
consuetudine (θηλ.ουσ)
consulente (ουσ αρσ και θηλ.)
consulente (επίθ.)
consulenza (θηλ.ουσ)
consulta (θηλ.ουσ)
consultabile (επίθ.)
consultare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
consultarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consultatore (ουσ αρσ )
consultazione (θηλ.ουσ)
consultivo (επίθ.)
consulto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---