Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consulènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konsuˈlɛnte]

Σύμβουλος

consulènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konsuˈlɛnte]

Συμβουλευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consuetudine consulenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

constatare (ρ. μτβ.)
constatazione (θηλ.ουσ)
consueto (αρσ. επίθ και ουσ)
consuetudinario (επίθ.)
consuetudine (θηλ.ουσ)
consulente (ουσ αρσ και θηλ.)
consulente (επίθ.)
consulenza (θηλ.ουσ)
consulta (θηλ.ουσ)
consultabile (επίθ.)
consultare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
consultarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consultatore (ουσ αρσ )
consultazione (θηλ.ουσ)
consultivo (επίθ.)
consulto (ουσ αρσ )
consultore (ουσ αρσ )
consultorio (ουσ αρσ )
consultorio (επίθ.)
consumabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---