Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconsòrzio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konˈsɔrtsjo] 1 κονσόρτσιουμ 2 σωματείο 3 καρτέλ 4 κοινοπραξία 5 τραστ 6 συνασπισμός ατόμων ή ομάδων 7 εταιρεία 8 ομοσπονδία αθλητικών ομάδων 9 συνδικάτο 10 συνεταιρισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |