Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconsolidaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konsolidaˈmento] 1 ενίσχυση 2 χρηματοδότηση 3 δυνάμωμα 4 εδραίωση 5 ισχυροποίηση 6 συνένωση 7 στερέωση 8 παγίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |