Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconsolatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konsolaˈtore] παρηγορητής consolatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [konsolaˈtore] 1 ανακουφιστικός 2 παρηγορητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |