Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consolàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konsoˈlare]

Προξενικός

consolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konsoˈlare]

παρηγορώ

consolàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konsoˈlarsi]

1 παίρνω κουράγιο
2 ενθαρρύνομαι
3 χαροποιούμαι
4 παρηγορούμαι
5 ανακουφίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consolante consolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consociato (επίθ.)
consociazione (θηλ.ουσ)
consocio (ουσ αρσ )
consolabile (επίθ.)
consolante (επίθ.)
consolare (αρσ. επίθ και ουσ)
consolare (ρ. μτβ.)
consolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consolato (ουσ αρσ )
consolatore (ουσ αρσ )
consolatore (επίθ.)
consolatorio (επίθ.)
consolazione (θηλ.ουσ)
console (ουσ αρσ )
console (θηλ.ουσ)
consolida (θηλ.ουσ)
consolidamento (ουσ αρσ )
consolidare (ρ. μτβ.)
consolidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consolidato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---