ItalianoGreco


consolàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konsoˈlare]

Προξενικός

consolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konsoˈlare]

παρηγορώ

consolàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konsoˈlarsi]

1 παίρνω κουράγιο
2 ενθαρρύνομαι
3 χαροποιούμαι
4 παρηγορούμαι
5 ανακουφίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---