ItalianoGreco


consistènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konsisˈtɛntsa]

1 εγκυρότητα
2 ορθότητα
3 αξιοπιστία
4 κύρος
5 ισχύς
6 πληρότητα
7 συνάφεια
8 συνοχή
9 σταθερότητα
10 στερεότητα
11 συμπαγής υφή ή κατάσταση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---