Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consìglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈsiʎʎo]

1 (assemblea) το συμβούλιο
2 (suggerimento) η συμβουλή, η υπόδειξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consigliere consiliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

considerevole (επίθ.)
consigliabile (επίθ.)
consigliare (ρ. μτβ.)
consigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consigliere (ουσ αρσ )
consiglio (ουσ αρσ )
consiliare (επίθ.)
consimile (επίθ.)
consistente (επίθ.)
consistenza (θηλ.ουσ)
consistere (ρ.αμτβ.)
consociabile (επίθ.)
consociare (ρ. μτβ.)
consociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consociata (θηλ.ουσ)
consociato (επίθ.)
consociazione (θηλ.ουσ)
consocio (ουσ αρσ )
consolabile (επίθ.)
consolante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---