ItalianoGreco


considerévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konsideˈrevole]

1 εξαίρετος
2 εξαιρετικός
3 εντυπωσιακός
4 σπουδαίος
5 σημαντικός
6 ευμεγέθης
7 αξιοπαρατήρητος
8 ακαταφρόνετος
9 αισθητός
10 ενδιαφέρων
11 αξιοσημείωτος
12 αξιοπρόσεκτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---