Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consideràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konsideˈrare]

1 θεωρώ
2 (tenere in conto) παρατηρώ
3 (stimare) υπολήπτομαι

consideràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konsideˈrarsi]

θεωρούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  considerabile consideratamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tutto considerato = λαμβάνοντας τα πάντα υπόψη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conserviere (ουσ αρσ )
conserviero (επίθ.)
conservificio (ουσ αρσ )
consesso (ουσ αρσ )
considerabile (επίθ.)
considerare (ρ. μτβ.)
considerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consideratamente (επίρ.)
consideratezza (θηλ.ουσ)
considerato (επίθ.)
considerazione (θηλ.ουσ)
considerevole (επίθ.)
consigliabile (επίθ.)
consigliare (ρ. μτβ.)
consigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consigliere (ουσ αρσ )
consiglio (ουσ αρσ )
consiliare (επίθ.)
consimile (επίθ.)
consistente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---