Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consideràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konsideˈrato]

1 αξιοσέβαστος
2 εκτιμώμενος
3 προσεκτικός
4 επιφυλακτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consideratezza considerazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

considerabile (επίθ.)
considerare (ρ. μτβ.)
considerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consideratamente (επίρ.)
consideratezza (θηλ.ουσ)
considerato (επίθ.)
considerazione (θηλ.ουσ)
considerevole (επίθ.)
consigliabile (επίθ.)
consigliare (ρ. μτβ.)
consigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consigliere (ουσ αρσ )
consiglio (ουσ αρσ )
consiliare (επίθ.)
consimile (επίθ.)
consistente (επίθ.)
consistenza (θηλ.ουσ)
consistere (ρ.αμτβ.)
consociabile (επίθ.)
consociare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---