Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consideratézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konsideraˈtettsa]

1 προνοητικότητα
2 προσεκτικότητα
3 προσεκτικότητα σε κινδύνους
4 φρονιμάδα
5 επιφυλακτικότητα
6 προσοχή
7 προφύλαξη
8 προφυλακτικότητα
9 σύνεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consideratamente considerato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consesso (ουσ αρσ )
considerabile (επίθ.)
considerare (ρ. μτβ.)
considerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consideratamente (επίρ.)
consideratezza (θηλ.ουσ)
considerato (επίθ.)
considerazione (θηλ.ουσ)
considerevole (επίθ.)
consigliabile (επίθ.)
consigliare (ρ. μτβ.)
consigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consigliere (ουσ αρσ )
consiglio (ουσ αρσ )
consiliare (επίθ.)
consimile (επίθ.)
consistente (επίθ.)
consistenza (θηλ.ουσ)
consistere (ρ.αμτβ.)
consociabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---