Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conservàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konserˈvato]

1 κονσερβαρισμένος
2 διατηρημένος σε κουτί ή μπουκάλι
3 διατηρημένος
4 συντηρημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conservativo conservatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conservante (ουσ αρσ )
conservante (επίθ.)
conservare (ρ. μτβ.)
conservarsi (ρ. μ. αμτβ.)
conservativo (αρσ. επίθ και ουσ)
conservato (επίθ.)
conservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conservatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
conservatorismo (ουσ αρσ )
conservazione (θηλ.ουσ)
conserviere (ουσ αρσ )
conserviero (επίθ.)
conservificio (ουσ αρσ )
consesso (ουσ αρσ )
considerabile (επίθ.)
considerare (ρ. μτβ.)
considerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consideratamente (επίρ.)
consideratezza (θηλ.ουσ)
considerato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---