Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconservàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [konserˈvato] 1 κονσερβαρισμένος 2 διατηρημένος σε κουτί ή μπουκάλι 3 διατηρημένος 4 συντηρημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |