Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conservànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konserˈvante]

συντηρητικό

conservànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konserˈvante]

1 συντηρητικός
2 διατηρητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conservabile conservare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consequenziale (επίθ.)
conserto (ουσ αρσ )
conserto (επίθ.)
conserva (θηλ.ουσ)
conservabile (επίθ.)
conservante (ουσ αρσ )
conservante (επίθ.)
conservare (ρ. μτβ.)
conservarsi (ρ. μ. αμτβ.)
conservativo (αρσ. επίθ και ουσ)
conservato (επίθ.)
conservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conservatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
conservatorismo (ουσ αρσ )
conservazione (θηλ.ουσ)
conserviere (ουσ αρσ )
conserviero (επίθ.)
conservificio (ουσ αρσ )
consesso (ουσ αρσ )
considerabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---