Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconservànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konserˈvante] συντηρητικό conservànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [konserˈvante] 1 συντηρητικός 2 διατηρητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |