Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconsentaneità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konsentaneiˈta] 1 συμφωνία με ομοφωνία 2 ομοφωνία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |