Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


consènso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈsɛnso]

η συγκατάθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  consensivo consensuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conseguenziale (επίθ.)
conseguibile (επίθ.)
conseguimento (ουσ αρσ )
conseguire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
consensivo (επίθ.)
consenso (ουσ αρσ )
consensuale (επίθ.)
consentaneamente (επίρ.)
consentaneità (θηλ.ουσ)
consentaneo (επίθ.)
consentimento (ουσ αρσ )
consentire (ρ.αμτβ.)
consentire (ρ. μτβ.)
consenziente (επίθ.)
consequenziale (επίθ.)
conserto (ουσ αρσ )
conserto (επίθ.)
conserva (θηλ.ουσ)
conservabile (επίθ.)
conservante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---