Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconsegnatàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konseɲɲaˈtarjo] 1 θεματοφύλακας 2 καταπιστευματοδόχος 3 πληρεξούσιος 4 παραλήπτης 5 λαμβάνων εγγύηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |