Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconsanguìneo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konsanˈgwineo] συγγενής εξ αίματος consanguìneo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [konsanˈgwineo] συγγενικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |