Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conquassàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konkwasˈsare]

1 θρύπτω
2 θρυμματίζω
3 θρυψαλιάζω
4 τραντάζω βιαίως
5 κατασυντρίβω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conosciuto conquibus  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conoscimento (ουσ αρσ )
conoscitivo (επίθ.)
conoscitore (ουσ αρσ )
conosciuto (ουσ αρσ )
conosciuto (επίθ.)
conquassare (ρ. μτβ.)
conquibus (ουσ αρσ )
conquidere (ρ. μτβ.)
conquista (θηλ.ουσ)
conquistabile (επίθ.)
conquistador (ουσ αρσ )
conquistare (ρ. μτβ.)
conquistatore (ουσ αρσ )
conquistatore (επίθ.)
consacrabile (επίθ.)
consacrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consacrare (ρ. μτβ.)
consacrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
consacrato (επίθ.)
consacratore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---