Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conosciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konoʃʃiˈmento]

1 αντίληψη
2 γνώση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conoscibilità conoscitivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conoscenza (θηλ.ουσ)
conoscere (ρ. μτβ.)
conoscersi (ρ. μ. αμτβ.)
conoscibile (αρσ. επίθ και ουσ)
conoscibilità (θηλ.ουσ)
conoscimento (ουσ αρσ )
conoscitivo (επίθ.)
conoscitore (ουσ αρσ )
conosciuto (ουσ αρσ )
conosciuto (επίθ.)
conquassare (ρ. μτβ.)
conquibus (ουσ αρσ )
conquidere (ρ. μτβ.)
conquista (θηλ.ουσ)
conquistabile (επίθ.)
conquistador (ουσ αρσ )
conquistare (ρ. μτβ.)
conquistatore (ουσ αρσ )
conquistatore (επίθ.)
consacrabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---