Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conóscere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈnoʃʃere]

γνωρίζω

conóscersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [koˈnoʃʃersi]

γνωρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conoscenza conoscibile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lo conosco molto bene = του τα ήπα απ' την καλή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conoidale (επίθ.)
conoide (ουσ αρσ και θηλ.)
conopeo (ουσ αρσ )
conoscente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conoscenza (θηλ.ουσ)
conoscere (ρ. μτβ.)
conoscersi (ρ. μ. αμτβ.)
conoscibile (αρσ. επίθ και ουσ)
conoscibilità (θηλ.ουσ)
conoscimento (ουσ αρσ )
conoscitivo (επίθ.)
conoscitore (ουσ αρσ )
conosciuto (ουσ αρσ )
conosciuto (επίθ.)
conquassare (ρ. μτβ.)
conquibus (ουσ αρσ )
conquidere (ρ. μτβ.)
conquista (θηλ.ουσ)
conquistabile (επίθ.)
conquistador (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---