Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconosciùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konoʃˈʃuto] 1 γνωριμία 2 γνωστός 3 γνωστικό αντικείμενο conosciùto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [konoʃˈʃuto] γνωστός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |