Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconnùbio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konˈnubjo] 1 παντρειά 2 συνασπισμός (μεταφορικά) 3 συζυγικός βίος 4 γάμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |