Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


connùbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈnubjo]

1 παντρειά
2 συνασπισμός (μεταφορικά)
3 συζυγικός βίος
4 γάμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  connotazione cono  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

connivente (ουσ αρσ και θηλ.)
connivente (επίθ.)
connivenza (θηλ.ουσ)
connotato (ουσ αρσ )
connotazione (θηλ.ουσ)
connubio (ουσ αρσ )
cono (ουσ αρσ )
conocchia (θηλ.ουσ)
conoidale (επίθ.)
conoide (ουσ αρσ και θηλ.)
conopeo (ουσ αρσ )
conoscente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conoscenza (θηλ.ουσ)
conoscere (ρ. μτβ.)
conoscersi (ρ. μ. αμτβ.)
conoscibile (αρσ. επίθ και ουσ)
conoscibilità (θηλ.ουσ)
conoscimento (ουσ αρσ )
conoscitivo (επίθ.)
conoscitore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---