Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


connessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konnesˈsjone]

1 διασύνδεση
2 δεσμός
3 ένωση
4 σύζευξη
5 σύνδεση
6 συνένωση
7 σύναψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  connazionale connesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

connaturalità (θηλ.ουσ)
connaturare (ρ. μτβ.)
connaturarsi (ρ.μ. (αντων.))
connaturato (επίθ.)
connazionale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
connessione (θηλ.ουσ)
connesso (αρσ. επίθ και ουσ)
connestabile (ουσ αρσ )
connettere (ρ. μτβ.)
connettersi (ρ. μ. αμτβ.)
connettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
connettore (ουσ αρσ )
connivente (ουσ αρσ και θηλ.)
connivente (επίθ.)
connivenza (θηλ.ουσ)
connotato (ουσ αρσ )
connotazione (θηλ.ουσ)
connubio (ουσ αρσ )
cono (ουσ αρσ )
conocchia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---