Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


connaturàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konnatuˈrare]

κάνω κάτι όμοιο

connaturarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [konnatuˈrarsi]

1 εμβολιάζομαι
2 γίνομαι φυσικός
3 γίνομαι δεύτερη φύση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  connaturalità connaturato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coniuge (ουσ αρσ και θηλ.)
connatale (επίθ.)
connato (επίθ.)
connaturale (επίθ.)
connaturalità (θηλ.ουσ)
connaturare (ρ. μτβ.)
connaturarsi (ρ.μ. (αντων.))
connaturato (επίθ.)
connazionale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
connessione (θηλ.ουσ)
connesso (αρσ. επίθ και ουσ)
connestabile (ουσ αρσ )
connettere (ρ. μτβ.)
connettersi (ρ. μ. αμτβ.)
connettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
connettore (ουσ αρσ )
connivente (ουσ αρσ και θηλ.)
connivente (επίθ.)
connivenza (θηλ.ουσ)
connotato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---