Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


connaturàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konnatuˈrale]

1 όμοιος
2 έμφυτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  connato connaturalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coniugato (επίθ.)
coniugazione (θηλ.ουσ)
coniuge (ουσ αρσ και θηλ.)
connatale (επίθ.)
connato (επίθ.)
connaturale (επίθ.)
connaturalità (θηλ.ουσ)
connaturare (ρ. μτβ.)
connaturarsi (ρ.μ. (αντων.))
connaturato (επίθ.)
connazionale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
connessione (θηλ.ουσ)
connesso (αρσ. επίθ και ουσ)
connestabile (ουσ αρσ )
connettere (ρ. μτβ.)
connettersi (ρ. μ. αμτβ.)
connettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
connettore (ουσ αρσ )
connivente (ουσ αρσ και θηλ.)
connivente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---