Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


connatale  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konnaˈtale]

έμφυτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coniuge connato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coniugarsi (ρ.μ. (αντων.))
coniugato (ουσ αρσ )
coniugato (επίθ.)
coniugazione (θηλ.ουσ)
coniuge (ουσ αρσ και θηλ.)
connatale (επίθ.)
connato (επίθ.)
connaturale (επίθ.)
connaturalità (θηλ.ουσ)
connaturare (ρ. μτβ.)
connaturarsi (ρ.μ. (αντων.))
connaturato (επίθ.)
connazionale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
connessione (θηλ.ουσ)
connesso (αρσ. επίθ και ουσ)
connestabile (ουσ αρσ )
connettere (ρ. μτβ.)
connettersi (ρ. μ. αμτβ.)
connettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
connettore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---