Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coniugàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konjuˈgare]

1 ενώνω με τα δεσμά του γάμου
2 παντρεύω
3 κλίνω (ρήμα)
4 συζευγνύω

coniugarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [konjuˈgarsi]

παντρεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coniugale coniugato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conigliera (θηλ.ουσ)
coniglietta (θηλ.ουσ)
coniglio (ουσ αρσ )
conio (ουσ αρσ )
coniugale (επίθ.)
coniugare (ρ. μτβ.)
coniugarsi (ρ.μ. (αντων.))
coniugato (ουσ αρσ )
coniugato (επίθ.)
coniugazione (θηλ.ουσ)
coniuge (ουσ αρσ και θηλ.)
connatale (επίθ.)
connato (επίθ.)
connaturale (επίθ.)
connaturalità (θηλ.ουσ)
connaturare (ρ. μτβ.)
connaturarsi (ρ.μ. (αντων.))
connaturato (επίθ.)
connazionale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
connessione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---