Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconguàglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konˈgwaʎʎo] 1 ισορροπία 2 εξισορρόπηση 3 ρύθμιση 4 διακανονισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |