Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coniàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈnjare]

1 κόβω νόμισμα ή μετάλλιο
2 κόβω νομίσματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conguaglio coniatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congruenza (θηλ.ουσ)
congruità (θηλ.ουσ)
congruo (επίθ.)
conguagliare (ρ. μτβ.)
conguaglio (ουσ αρσ )
coniare (ρ. μτβ.)
coniatore (ουσ αρσ )
coniazione (θηλ.ουσ)
conica (θηλ.ουσ)
conicità (θηλ.ουσ)
conico (επίθ.)
conifere (θηλ. ουσ πληθ.)
conifero (επίθ.)
coniglicoltore (ουσ αρσ )
coniglicoltura (θηλ.ουσ)
conigliera (θηλ.ουσ)
coniglietta (θηλ.ουσ)
coniglio (ουσ αρσ )
conio (ουσ αρσ )
coniugale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---