Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congregarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [kongreˈgarsi]

1 συναθροίζομαι
2 συνέρχομαι σε συνέλευση
3 συνέρχομαι σε σώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congrega congregazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conglomerato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglomerazione (θηλ.ουσ)
congratularsi (ρ. μ. αμτβ.)
congratulazione (θηλ.ουσ)
congrega (θηλ.ουσ)
congregarsi (ρ.μ. (αντων.))
congregazione (θηλ.ουσ)
congregazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
congressista (ουσ αρσ και θηλ.)
congresso (ουσ αρσ )
congressuale (επίθ.)
congruamente (επίρ.)
congruente (επίθ.)
congruenza (θηλ.ουσ)
congruità (θηλ.ουσ)
congruo (επίθ.)
conguagliare (ρ. μτβ.)
conguaglio (ουσ αρσ )
coniare (ρ. μτβ.)
coniatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---