Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conglomerazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konglomeratˈtsjone]

1 συγχώνευση
2 συνένωση ετερόκλιτων στοιχείων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conglomerato congratularsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conglobamento (ουσ αρσ )
conglobare (ρ. μτβ.)
conglobazione (θηλ.ουσ)
conglomerare (ρ. μτβ.)
conglomerato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglomerazione (θηλ.ουσ)
congratularsi (ρ. μ. αμτβ.)
congratulazione (θηλ.ουσ)
congrega (θηλ.ουσ)
congregarsi (ρ.μ. (αντων.))
congregazione (θηλ.ουσ)
congregazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
congressista (ουσ αρσ και θηλ.)
congresso (ουσ αρσ )
congressuale (επίθ.)
congruamente (επίρ.)
congruente (επίθ.)
congruenza (θηλ.ουσ)
congruità (θηλ.ουσ)
congruo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---