Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conglobàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kongloˈbare]

1 συσσωρεύομαι
2 συνδυάζω
3 σχηματίζω στρογγυλή μάζα
4 σβολιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conglobamento conglobazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congiunzione (θηλ.ουσ)
congiura (θηλ.ουσ)
congiurare (ρ.αμτβ.)
congiurato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglobamento (ουσ αρσ )
conglobare (ρ. μτβ.)
conglobazione (θηλ.ουσ)
conglomerare (ρ. μτβ.)
conglomerato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglomerazione (θηλ.ουσ)
congratularsi (ρ. μ. αμτβ.)
congratulazione (θηλ.ουσ)
congrega (θηλ.ουσ)
congregarsi (ρ.μ. (αντων.))
congregazione (θηλ.ουσ)
congregazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
congressista (ουσ αρσ και θηλ.)
congresso (ουσ αρσ )
congressuale (επίθ.)
congruamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---