Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcongiuràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [konʤuˈrato] 1 δολοπλόκος 2 ραδιούργος 3 χαλκευτής 4 ποντικομαμή 5 συνωμότης 6 μηχανορράφος 7 σκευωρός 8 χαλκευτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |