Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


congiuràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konʤuˈrato]

1 δολοπλόκος
2 ραδιούργος
3 χαλκευτής
4 ποντικομαμή
5 συνωμότης
6 μηχανορράφος
7 σκευωρός
8 χαλκευτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  congiurare conglobamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

congiuntura (θηλ.ουσ)
congiunturale (επίθ.)
congiunzione (θηλ.ουσ)
congiura (θηλ.ουσ)
congiurare (ρ.αμτβ.)
congiurato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglobamento (ουσ αρσ )
conglobare (ρ. μτβ.)
conglobazione (θηλ.ουσ)
conglomerare (ρ. μτβ.)
conglomerato (αρσ. επίθ και ουσ)
conglomerazione (θηλ.ουσ)
congratularsi (ρ. μ. αμτβ.)
congratulazione (θηλ.ουσ)
congrega (θηλ.ουσ)
congregarsi (ρ.μ. (αντων.))
congregazione (θηλ.ουσ)
congregazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
congressista (ουσ αρσ και θηλ.)
congresso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---